κατασβήνω

κατασβήνω
κατάσβησα, κατασβήστηκα, κατασβησμένος
1. σβήνω κάτι εντελώς: Κατάσβησαν τη φωτιά.
2. καταπνίγω, καταπαύω: Κατασβήστηκε η ανταρσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω …   Dictionary of Greek

  • κατασβέννυμι — (Α) βλ. κατασβήνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”